- ἄφοβα
- ἄφοβοςwithout fearneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dionysius the Philosopher — (Greek: Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ca. 1560–1611) was a Greek monk who led two farmer revolts against the Ottoman Turks. Contents 1 Life and career 2 Revolts 3 Death … Wikipedia
άτρεστος — ἄτρεστος, ον (Α) [τρέω] 1. αυτός που δεν τρέμει, άτρομος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄτρεστον ή ἄτρεστα άφοβα … Dictionary of Greek
άφοβος — η, ο (AM άφοβος, ον) αυτός που δεν φοβάται νεοελλ. επίρρ. άφοβα χωρίς φόβο, με θάρρος (αρχ.μσν.) 1. αυτός που δεν προκαλεί φόβο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφοβον η τόλμη μσν. όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, ο εξασφαλισμένος … Dictionary of Greek
αδεεί — ἀδεεί επίρρ. (Μ) [ἀδεής] αδεώς, άφοβα … Dictionary of Greek
ακατάκριτος — η, ο (Α ἀκατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί 2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ 3. επίρρ. ἀκατακρίτως χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα «ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος) … Dictionary of Greek
απτοεπής — ἀπτοεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει άφοβα … Dictionary of Greek
ατσίπωτος — η, ο Ι. αδιάντροπος II. επίρρ. ατσίπωτα 1. χωρίς σεβασμό, άφοβα 2. απότομα … Dictionary of Greek
ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
θαρρούντως — (Α θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως) επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών τού ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)] … Dictionary of Greek